- κολλωδῶν
- κολλώδηςglutinousmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βενζίνη — Καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων προερχόμενο από το πετρέλαιο ή παραγόμενο συνθετικά. Η σύνθεση της β. ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής της, έτσι ώστε να έχουμε διαφορετικές β. Γενικά, με τον όρο αυτό εννοούνται υγρά μείγματα… … Dictionary of Greek